- διαθρύληση
- [-ις (-εως)] η разглашение, распространение слухов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαθρύληση — η η ευρεία διάδοση, ιδίως αδέσποτης φήμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαθρυλώ. Η λ. διαθρυλήσεις μαρτυρείται από το 1888 στον Στ. Ξένο] … Dictionary of Greek